- μογγολικός
- -ή, -ό [Μογγόλος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μογγολία ή στους Μογγόλους («μογγολική γλώσσα»)2. αυτός που κατάγεται από τη Μογγολία ή αυτός που προέρχεται από τους Μογγόλους («μογγολική φυλή»)3. φρ. α) «μογγολική κηλίδα»ιατρ. φαιοκύανη κηλίδα τού δέρματος τής ιεράς χώρας που υπάρχει σχεδόν πάντοτε κατά τη γέννηση στους Μογγόλους, τους Ιάπωνες και τους Ινδιάνους τής Αμερικής, και εξαφανίζεται μετά από μερικά έτηβ) «μογγολική πτυχή» — επιθλέφαρο.
Dictionary of Greek. 2013.